Σαμοθράκη // 6η χιλιετία π.Χ. // Αρχαιολογικά, Γεωαρχαιολογικά και Παλαιοπεριβαλλοντικά δεδομένα του νησιού της περιώνυμης Λευκής Θεάς.
Σαμοθράκη // 6η χιλιετία π.Χ.
Αρχαιολογικά, Γεωαρχαιολογικά και Παλαιοπεριβαλλοντικά δεδομένα
του νησιού της περιώνυμης Λευκής Θεάς.
ΜΙΚΡΟ ΒΟΥΝΙ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗΣ
Αν και η Σαμοθράκη έχει γίνει γνωστή για το περίφημο άγαλμα της Θεάς «Νίκης» και για τα Καβείρια Μυστήρια που λάμβαναν χώρα στο «Ιερό των Μεγάλων Θεών», λίγοι γνωρίζουν την προϊστορία της, η οποία ξεδιπλώνεται σε μια σχεδόν άγνωστη τοποθεσία, τόσο για τους επισκέπτες όσο και για τους ντόπιους. Στην τοποθεσία Μικρό Βουνί, όπου ανακαλύφθηκε ο αρχαιότερος προϊστορικός οικισμός του νησιού, πιστοποιήθηκε συνεχής κατοίκηση και δραστηριότητα από την 6η χιλιετία π.Χ. μέχρι το 1700 π.Χ. και υπολογίζεται ότι στον οικισμό ζούσε ένας πληθυσμός της τάξης των 400-600 ατόμων. Στο παρόν άρθρο ξετυλίγουμε την ιστορία της περιοχής και του νησιού τόσο από αρχαιολογικής άποψης όσο και από γεωαρχαιολογικής, μιας και στην εποχή που αναφερόμαστε η γεωλογική πραγματικότητα ήταν αρκετά διαφορετική από την σημερινή. Αφορμή για το άρθρο ήταν η επίσκεψη μας στον χώρο (Αύγουστος 2018) ενώ τα κείμενα του άρθρου προέρχονται από την εργασία της Φωτεινής Κλάγκου, "Μικρό Βουνί Σαμοθράκης", όπου με την ευγενική της άδεια αναδημοσιεύουμε.
ΣΥΝΟΨΗ
Στον προϊστορικό οικισμό Μικρό Βουνί εντοπίζονται ίχνη ανθρώπινης κατοίκησης από την Τελική Νεολιθική Εποχή μέχρι το τέλος της Μέσης Εποχής του Χαλκού. Είχε διαμορφωθεί πάνω σε παραλιακή τούμπα και διέθετε δύο φυσικά ακρωτήρια που παρείχαν ασφαλές καταφύγιο στα πλοία που προσάραζαν στη θέση.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα, αρχιτεκτονικά, κεραμικά κ.ά., που ήρθαν στο φως με τις ανασκαφές, δείχνουν ότι ο οικισμός εντάσσεται στους τυπικούς «πρωτοαστικούς οικισμούς» του Αιγαίου της Εποχής του Χαλκού. Αποτελούσε μέρος του πλέγματος ανταλλαγών και διατηρούσε σχέσεις και εμπορικές επαφές με τα απέναντι Θρακικά παράλια, με την Τρωάδα στα Μικρασιατικά παράλια, με τα νησιά του Αιγαίου και με την Κρήτη, με την οποία φαίνεται πως συνδεόταν με θρησκευτικούς και οικονομικούς δεσμούς.
Με την άνοδο της θερμοκρασίας και τη συνακόλουθη σταδιακή άνοδο της θαλάσσιας στάθμης, τα δύο ακρωτήρια/βραχίονες υπερκαλύφθηκαν από τα νερά της θάλασσας με αποτέλεσμα η παραθαλάσσια θέση να πάψει να αποτελεί ασφαλές λιμάνι για την εξυπηρέτηση των εμπορικών αναγκών.
Η προϊστορική θέση δεν παρουσιάζει ίχνη κατοίκησης μετά τον 17ο αιώνα π.Χ. Δεν υπάρχουν αρχαιολογικά τεκμήρια που να δηλώνουν ανθρώπινη δραστηριότητα κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία, γεγονός που οδηγεί τους ερευνητές στο συμπέρασμα ότι ο οικισμός εγκαταλείφθηκε στο τέλος της Μέσης Εποχής του Χαλκού.
Το ερώτημα «γιατί το Μικρό Βουνί εγκαταλείπεται» δεν είναι εντελώς αναπάντητο αρκεί να εστιάσουμε στα δεδομένα. Από την Τελική Νεολιθική Εποχή ο παράκτιος οικισμός αποτελεί έναν φυσικό όρμο με τα δύο φυσικά ακρωτήρια να σχηματίζουν ασπίδα προστασίας από τους βορείους ανέμους αλλά και από τη νότια προσβολή της «κυκλωνικής» ροής των ρευμάτων του Αιγαίου. Όταν τα δύο ακρωτήρια καταβυθίζονται από την αύξηση των θαλάσσιων υδάτων η θέση μένει εκτεθειμένη στους έντονους κυματισμούς και είναι αδύνατη η χρήση της ως λιμάνι. Αυτό το στοιχείο, σε συνδυασμό με τις γενικότερες συνθήκες της Μέσης Χαλκοκρατίας (όπως παρουσιάζονται από τα μέχρι σήμερα αρχαιολογικά δεδομένα), πτώση οικονομική και μείωση πληθυσμού, δείχνει ότι η παραλιακή ζώνη παραχωρεί την προτίμηση εγκατάστασης στις εσωτερικές εδαφικές ζώνες.
Επόμενες αρχαιολογικές ενδείξεις για ανθρώπινη παρουσία δεν εντοπίζονται στο Μικρό Βουνί, ωστόσο υπάρχουν στοιχεία κατοίκησης σε δύο άλλες θέσεις της Σαμοθράκης και χρονολογούνται στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου.
Η ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ
Η Σαμοθράκη είναι νησί του Βορειοανατολικού Αιγαίου. Έχει ελλειψοειδές σχήμα με κατεύθυνση από Α-ΝΑ προς Δ-ΒΔ, μέγιστο μήκος 20 χιλιόμετρα, πλάτος 12 χιλιόμετρα και εμβαδόν 178 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Ανήκει διοικητικά στον νομό Έβρου και βρίσκεται απέναντι από το Δέλτα του ομώνυμου ποταμού, σε απόσταση 22 μιλίων από τα παράλια της Θράκης. Κυριαρχεί στο Θρακικό πέλαγος και κατέχει καίρια θέση στον θαλάσσιο δρόμο που ενώνει τη Θράκη με το Αιγαίο και κομβικό σημείο προς τον Ελλήσποντο και τα Μικρασιατικά παράλια. Έχει την υψηλότερη κορυφή από όλα τα νησιά του Αιγαίου, το Φεγγάρι του όρους Σάος, με υψόμετρο 1664 μέτρα και σε αντίθεση με τα περισσότερα νησιά, διαθέτει πολλά νερά και πλούσια βλάστηση (Μάτσας, 1984, 35. Μάτσας, 2005, 92).
Παρουσιάζει απότομες κλίσεις στη νοτιοανατολική πλευρά που συνεχίζονται σε μεγάλο βάθος και κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας στην ονομαζόμενη τάφρο του Βόρειου Αιγαίου. Δεν διαθέτει πολλούς όρμους και η κύρια αγροτική δραστηριότητα του νησιού συγκεντρώνεται στο ΝΔ τμήμα, όπου υπάρχουν ομαλές εκτάσεις.
Παρουσιάζει απότομες κλίσεις στη νοτιοανατολική πλευρά που συνεχίζονται σε μεγάλο βάθος και κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας στην ονομαζόμενη τάφρο του Βόρειου Αιγαίου. Δεν διαθέτει πολλούς όρμους και η κύρια αγροτική δραστηριότητα του νησιού συγκεντρώνεται στο ΝΔ τμήμα, όπου υπάρχουν ομαλές εκτάσεις.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Αξίζει να αναφερθεί ότι οι ανασκαφικές έρευνες στη Σαμοθράκη ξεκίνησαν το 1864. Ο Γάλλος πρόξενος στην Αδριανούπολη Σαμπουαζώ, εντυπωσιασμένος από τα ερείπια που σώζονταν στο νησί έφερε στο φως το υπέροχο άγαλμα της «Νίκης», το οποίο μετέφερε στη Γαλλία και σήμερα εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου.
Οι έρευνες στο νησί συνεχίστηκαν το 1867 από τους Γάλλους G. Deville και E. Coquart. Το 1873 και 1875 έως 1880 έγιναν και πάλι έρευνες στο νησί από τον A. Conze και άλλους Αυστριακούς ερευνητές. Το 1923 και 1925 νέες έρευνες πραγματοποιούνται από τους Γάλλους Σαλάκ και Σαπουτιέ. Το 1938 και 1939 η Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή (Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης) με επικεφαλής τον K. Lehman πραγματοποιεί νέες ανασκαφές, οι οποίες συνεχίζονται το 1948 (Τριαντάφυλλος, 1984, 8).
(Σημ. Γεωμυθικής) Tο σημερινό τουριστικό - αρχαιολογικό ενδιαφέρον εστιάζεται στο «Ιερό των Μεγάλων Θεών», όπου σύμφωνα με την μυθολογία, τις πηγές και την παράδοση μας, τελούνταν τα Καβείρια Μυστήρια, μυστηριακές τελετές με διεθνή αίγλη, όπου συνδέονται με την λατρεία της περιώνυμης Μεγάλης Μητέρας Θεάς. Η λατρεία των Καβείρων συναντάται και εκτός Σαμοθράκης κυρίως στην Λήμνο, στην Θάσο και στην Ίμβρο. Εκτός Θρακικού εδάφους, Καβείρια μυστήρια τελούνταν στην περιοχή της Φρυγίας, της Βοιωτίας, στην Αίγυπτο και στην Φοινίκη.
Οι έρευνες στο νησί συνεχίστηκαν το 1867 από τους Γάλλους G. Deville και E. Coquart. Το 1873 και 1875 έως 1880 έγιναν και πάλι έρευνες στο νησί από τον A. Conze και άλλους Αυστριακούς ερευνητές. Το 1923 και 1925 νέες έρευνες πραγματοποιούνται από τους Γάλλους Σαλάκ και Σαπουτιέ. Το 1938 και 1939 η Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή (Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης) με επικεφαλής τον K. Lehman πραγματοποιεί νέες ανασκαφές, οι οποίες συνεχίζονται το 1948 (Τριαντάφυλλος, 1984, 8).
(Σημ. Γεωμυθικής) Tο σημερινό τουριστικό - αρχαιολογικό ενδιαφέρον εστιάζεται στο «Ιερό των Μεγάλων Θεών», όπου σύμφωνα με την μυθολογία, τις πηγές και την παράδοση μας, τελούνταν τα Καβείρια Μυστήρια, μυστηριακές τελετές με διεθνή αίγλη, όπου συνδέονται με την λατρεία της περιώνυμης Μεγάλης Μητέρας Θεάς. Η λατρεία των Καβείρων συναντάται και εκτός Σαμοθράκης κυρίως στην Λήμνο, στην Θάσο και στην Ίμβρο. Εκτός Θρακικού εδάφους, Καβείρια μυστήρια τελούνταν στην περιοχή της Φρυγίας, της Βοιωτίας, στην Αίγυπτο και στην Φοινίκη.
Στη θέση Μικρό Βουνί έρευνες διεξάγονται από τη ΙΘ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Ανασκαφές πραγματοποιήθηκαν το 1982-1988, το 1990-1991 και το 1999. Το καλοκαίρι του 2003 πραγματοποιήθηκε ένα διετές πρόγραμμα γεωαρχαιολογικής έρευνας με σκοπό τη μελέτη της ολοκαινικής στρωματογραφίας και την ανίχνευση της αρχαίας ακτογραμμής (Συρίδης, Μάτσας, Αλμπανάκης, Βουβαλίδης, Τσούρλος, 2003, 51). Την έρευνα ανέλαβαν μέλη ΔΕΠ του τμήματος Γεωλογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και στη διάρκειά της πραγματοποιήθηκαν:
α) γεωμορφολογική-γεωλογική αναγνώριση,
β) υποθαλάσσια και παράκτια έρευνα,
γ) εκτέλεση δειγματοληπτικών γεωτρήσεων-μελέτη της στρωματογραφίας,
δ) γεωφυσική έρευνα (Συρίδης, Μάτσας, Αλμπανάκης, Βουβαλίδης, Τσούρλος, 2003, 51).
ΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Από γεωλογικής άποψης, στο νησί, διακρίνονται δύο ζώνες. Η πρώτη είναι πιο ψηλή και απόκρημνη και σε αυτή επικρατούν πυριγενή, μεταμορφωμένα και ηφαιστειογενή πετρώματα. Πιο συγκεκριμένα, πάνω στα παλαιότερα ιζηματογενή πετρώματα εντοπίζεται μία οφιολιθική ακολουθία από ιζήματα. Στην κεντρική περιοχή του νησιού, ένας γρανιτικός όγκος διεισδύει στους οφιολιθικούς σχηματισμούς. Στη χαμηλότερη ζώνη, στην περιφέρεια των προηγούμενων γεωλογικών σχηματισμών, η περιοχή εμφανίζεται πιο ομαλή και σε αυτή επικρατούν τεταρτογενείς και νεότερες (νεογενείς) αποθέσεις μεταϊζημάτων.
Μεταξύ αυτών των γεωλογικών πετρωμάτων εμφανίζονται βαθιές κοιλάδες, οι οποίες προέρχονται από τη διάβρωση και την αποσάθρωση που έχουν προκαλέσει οι χείμαρροι πάνω στα προαναφερόμενα πετρώματα. Οι κοίτες των χειμάρρων παρουσιάζουν μεγάλη κλίση. Από την κλίση τους συμπεραίνεται ότι η ορμή των υδάτων μετέφερε αρκετές ποσότητες κλαστικών υλικών από τις υψομετρικά ανώτερες ζώνες στις χαμηλότερες περιοχές και στη θάλασσα (Μάτσας, 1984, 73. Μάτσας, 2005, 92).
ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΑΝΑΣΥΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
Το Μικρό Βουνί βρίσκεται στην παραλιακή ζώνη της ΝΔ περιοχής της Σαμοθράκης. Ως ανατολικό του όριο θεωρείται το ρέμα «Πολυπούδι», που μαζί με το ρέμα «Απατσανάδες», που βρίσκεται λίγο ανατολικότερα του προηγούμενου, διασχίζουν την κοιλάδα που εκτείνεται ημικυκλικά γύρω από το Μικρό Βουνί.
Η ευθύγραμμη παραλία, μπροστά από το σημείο, έχει πολλές μεγάλες κροκάλες, οι οποίες δεν έχουν συγκεκριμένο προσανατολισμό, γεγονός που σημαίνει ότι τα κύματα πλήττουν την παραλία και μετατοπίζουν τις κροκάλες στο ανώτερο μέρος της ακτής καθώς είναι βαριές για να παρασυρθούν πίσω προς τη θάλασσα, όταν το κύμα υποχωρεί.
Η ευθύγραμμη παραλία, μπροστά από το σημείο, έχει πολλές μεγάλες κροκάλες, οι οποίες δεν έχουν συγκεκριμένο προσανατολισμό, γεγονός που σημαίνει ότι τα κύματα πλήττουν την παραλία και μετατοπίζουν τις κροκάλες στο ανώτερο μέρος της ακτής καθώς είναι βαριές για να παρασυρθούν πίσω προς τη θάλασσα, όταν το κύμα υποχωρεί.
Με την άνοδο της θαλάσσιας στάθμης τα κύματα διαβρώνουν τα παράκτια υλικά και τα επανατοποθετούν διαρκώς. Σε απόσταση 500 μέτρων από το Μικρό Βουνί και σε βάθος 8-9 μέτρα υπάρχει μια υποθαλάσσια απόθεση μήκους 80 και πλάτους 50 μέτρων που μοιάζει με μικρό κόλπο και δεν αποκλείεται στο παρελθόν να αποτελούσε μια λιμνοθάλασσα (Αλμπανάκης, Βουβαλίδης, Συρίδης, Μάτσας, 2005, 58). Στρώμα θινών δεν παρατηρείται. Μικρά αλλουβιακά πεδία σχηματίζονται στα στόμια των κοιλάδων των ρεμάτων χωρίς διέξοδο προς τη θάλασσα. Γενικά, η μορφολογία της περιοχής επηρεάζεται και από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας και από την τεκτονική, όπως δείχνουν ρήγματα που εντοπίζονται στο Πολυπούδι. Μεταξύ των δύο πλευρών του χειμάρρου Πολυπούδι υπάρχει διαφορά μορφολογίας 50 περίπου μέτρων. Αυτή οφείλεται σε ρήγμα ΒΑ-ΝΔ κατεύθυνσης που ταυτίζεται με τη διεύθυνση της κοιλάδας του ίδιου ρέματος (Συρίδης, Τσούρλος, Βουβαλίδης, Αλμπανάκης, 2005, 38, 47).
Σε σημεία που οι κροκάλες είναι μεγάλες και βρίσκονται ψηλότερα από το χαμηλό χερσαίο υψόμετρο παρατηρείται δημιουργία ελών, επειδή τα νερά δεν αποστραγγίζονται. Τέτοιες ελώδεις εκτάσεις βρίσκονται και σήμερα στις θέσεις άκρα Ακρωτήρι, Περγούδες και Λάμπη. Το πάχος των αποθέσεων της εποχής του Ολοκαίνου, φθάνουν τα 10 μέτρα, όπως δείχνουν γεωτρήσεις και γεωφυσικές μετρήσεις. Τη σημερινή εποχή, η θέση, δεν παρουσιάζει κάποιο φυσικό σχηματισμό που να προστατεύει την περιοχή από τον έντονο κυματισμό και να ευνοεί την προσέγγιση σκαφών (Αλμπανάκης, Βουβαλίδης, Συρίδης, Μάτσας, 2005, 52).
Έρευνες που έγιναν στην τοπική αλλά και στην ευρύτερη περιοχή, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο προϊστορικός οικισμός ήταν χτισμένος πάνω σε ακρωτήριο (Μάτσας, 1984, 73). Στην ελληνική επικράτεια (και όχι μόνο), κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή (18.000 πριν από σήμερα), η ηπειρωτική επιφάνεια καταλάμβανε μεγαλύτερη έκταση από τη σημερινή. Στο ΒΑ Αιγαίο τα νησιά Θάσος και Σαμοθράκη αποτελούσαν ενιαία περιοχή με τη Θράκη και τη Μακεδονία καθώς η στάθμη της θάλασσας βρισκόταν 120 περίπου μέτρα χαμηλότερα από το σημερινό ύψος λόγω της τελευταίας Παγετώδους Περιόδου. Στη διάρκεια της Μεσολιθικής Εποχής παρατηρείται άνοδος της μέσης θερμοκρασίας. Την άνοδο της θερμοκρασίας ακολούθησε άνοδος της στάθμης της θάλασσας εξαιτίας της τήξης των παγετώνων. Στην περιοχή της αιγαιακής Θράκης, τα προϊστορικά παράλια, σταδιακά κατακλύσθηκαν από τη θάλασσα. Η Θάσος εξακολουθεί να παραμένει ενωμένη με την ηπειρωτική Ελλάδα, η Σαμοθράκη όμως έχει ήδη αποσπαστεί από αυτή (Φερεντίνος, 2006, 111-112. Ασλάνης, 2000, 26).
Οι Αμερικανοί Γεωλόγοι W. Ryan και W. Pitman εκφράζουν την ενδιαφέρουσα άποψη ότι ο «κατακλυσμός» έγινε στον Εύξεινο Πόντο στα μέσα της 6ης χιλιετίας π.Χ. (5550 π.Χ.), εποχή που ο Εύξεινος Πόντος ενώθηκε με το Αιγαίο Πέλαγος (Ryan and Pitman, 1998).
Στη διάρκεια της Νεολιθικής Εποχής στον Αιγαιακό χώρο επικρατούν ωκεανογραφικές συνθήκες παρόμοιες με τις σημερινές. Τα θαλάσσια ρεύματα, που στο Αιγαίο έχουν «κυκλωνική» ροή (Φερεντίνος, 2006, 121), αποτελούν ενδείξεις των θαλάσσιων δρόμων που πιθανόν χρησιμοποιούσαν οι προϊστορικοί κάτοικοι στα ταξίδια τους.
Οι συνθήκες αυτές είναι ευνοϊκές για την ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας και του εμπορίου. Με τη σειρά τους οι εμπορικές συναλλαγές δημιουργούν συνθήκες για εξάπλωση των εγκαταστάσεων και κατά συνέπεια παρατηρείται εποικισμός των νησιών. Στη διάρκεια της Νεότερης Νεολιθικής υπάρχουν αρχαιολογικά στοιχεία που δείχνουν ανθρώπινη εγκατάσταση στη θέση Μικρό Βουνί.
Συνοψίζοντας, τα στοιχεία των ερευνών για την αποτύπωση της μορφολογίας του πυθμένα και της στρωματογραφίας δείχνουν ότι το δυτικό άκρο της Σαμοθράκης στο τέλος της 6ης χιλιετίας π.Χ., την εποχή κατοίκησης του προϊστορικού οικισμού, είχε διαφορετική εικόνα από τη σημερινή. Δεν υπήρχε βραχίονας στη θέση άκρα Ακρωτήρι και τα κύματα που χτυπούσαν την περιοχή με κατεύθυνση από Βορά προς Νότο μετέφεραν υλικά που σχημάτισαν παράκτιο φράγμα και υφάλμυρη λιμνοθάλασσα στη θέση Περγούδες, όπου υπήρχαν δύο ακρωτήρια· ένα μεγαλύτερο κι ένα μικρότερο. Τα ακρωτήρια είχαν κατεύθυνση ΝΔ προς ΒΑ και προστάτευαν την περιοχή από τους βόρειους ανέμους εξασφαλίζοντας την ασφαλή προσέγγιση των πλοίων.
Στα τέλη της 5ης χιλιετίας π.Χ. φαίνεται ότι η ακτή και η λιμνοθάλασσα μετατοπίζονται προς την ξηρά ενώ τα ακρωτήρια συνεχίζουν να υπάρχουν παρέχοντας προστασία στα πλοία ενώ ταυτόχρονα αποτρέπουν τη μεταφορά υλικών.
Στη φάση της μέγιστης εξάπλωσης του οικισμού το επίπεδο της θάλασσας είναι 3,5 μέτρα κάτω από το σημερινό και ανεβαίνει με αργό ρυθμό. Η στάθμη της θάλασσας σταδιακά αλλά σταθερά υπερκαλύπτει το ύψος των ακρωτηρίων. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι δεν έχει εντοπιστεί κάποιο ίχνος γεωλογικού σχηματισμού που να ταυτίζεται με λιμενική χρήση στο διάστημα της ακμής του οικισμού. Όμως, τα δυνατά κύματα που μετακινούν κροκάλες διαμέτρου 30 εκατοστών δεν διευκολύνουν τον εντοπισμό φυσικών ή ανθρωπογενών κατασκευών (Αλμπανάκης1, Βουβαλίδης1, Συρίδης2, Μάτσας3, 2005, 59).
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ
Ο προϊστορικός οικισμός βρίσκεται πάνω σε ύψωμα στη ΝΔ παραλία της Σαμοθράκης, στις δυτικές εκβολές του ρέματος Πολυπούδι. Από τις επιχώσεις του ρέματος δημιουργήθηκε το χαρακτηριστικό σχήμα της Τούμπας, πάνω στην οποία βρίσκεται ο τειχισμένος προϊστορικός οικισμός. Η κορυφή της τούμπας βρίσκεται 12,80 μέτρα πάνω από το ύψος της θάλασσας. Μάλλον, όπως προαναφέραμε, ήταν κτισμένος πάνω σε ένα ακρωτήριο, το οποίο ανατολικά και δυτικά διέθετε δύο μικρούς όρμους (Μάτσας, 1984, 36).
Η ανασκαφή στο Μικρό Βουνί περιλαμβάνει τη διερεύνηση της πολιτιστικής ακολουθίας στη θέση, όπως αυτή προκύπτει από τις αποθέσεις, που έχουν πάχος περίπου 9 μέτρα στο πιο ψηλό άνδηρο της τούμπας. Οριζόντια ο οικισμός φαίνεται να καταλαμβάνει χώρο περίπου 10 στρεμμάτων, έκταση που επιτρέπει την ένταξή της στις τυπικές «πρωτοαστικές πόλεις» του Αιγαίου. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η Θερμή της Λέσβου καταλάμβανε 4,3 στρέμματα και η Πολιόχνη της Λήμνου 13. Ο πληθυσμός του οικισμού υπολογίζεται στους 400-600 κατοίκους.
Ίχνη ανθρώπινης δραστηριότητας στη θέση εντοπίζονται στο τέλος της 6ης χιλιετίας π.Χ. και συνεχίζονται αδιάλειπτα την Πρώιμη και τη Μέση Εποχή του Χαλκού, στο τέλος της οποίας το Μικρό Βουνί εγκαταλείπεται, περίπου στα 1700 π.Χ.
Κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, φαίνεται πως οι κατοικίες κτίζονται με λίθινους τοίχους όπως δείχνει η εικόνα από τα μέσα της 3ης χιλιετίας.
Υπάρχει μόνο ένα παράδειγμα με τοίχο στον οποίο οι πέτρες δομούνται σε διάταξη ιχθυάκανθας. Τα δάπεδα κατασκευάζονται από πατημένο χώμα. Στην πρώιμη φάση του οικισμού, χρησιμοποιούνται κροκάλες σαν υποδομή των δαπέδων, ενώ, στη Νεότερη Νεολιθική περίοδο στα δάπεδα προστίθεται θαλασσινό χαλίκι. Στους εξωτερικούς χώρους υπάρχουν λιθόστρωτα δάπεδα (Μάτσας, 2005, 92).
Υπάρχει μόνο ένα παράδειγμα με τοίχο στον οποίο οι πέτρες δομούνται σε διάταξη ιχθυάκανθας. Τα δάπεδα κατασκευάζονται από πατημένο χώμα. Στην πρώιμη φάση του οικισμού, χρησιμοποιούνται κροκάλες σαν υποδομή των δαπέδων, ενώ, στη Νεότερη Νεολιθική περίοδο στα δάπεδα προστίθεται θαλασσινό χαλίκι. Στους εξωτερικούς χώρους υπάρχουν λιθόστρωτα δάπεδα (Μάτσας, 2005, 92).
Στη διάρκεια της τελευταίας φάσης του οικισμού, στο τέλος της Μέσης Εποχής του Χαλκού, οι οικίες έχουν ορθογώνια κάτοψη, είναι ισόγειες, διαθέτουν συνήθως δύο δωμάτια (δίχωρα) και έχουν διαστάσεις περίπου 4 επί 9 μέτρα. Έχουν λίθινη κρηπίδα, κτισμένη με τοπικές κροκάλες που υπάρχουν άφθονες στην παραλία και ανωδομή μάλλον από πλίνθους που στερεώνεται με ξυλοδεσιά. Οι οικίες είναι διευθετημένες η μία δίπλα στην άλλη και χωρίζονται με στενούς διαδρόμους.
Στα ευρήματα συγκαταλέγεται οψιανός, που προέρχεται από τη Μήλο και χρονολογείται στη Νεότερη Νεολιθική Εποχή. Άφθονη κεραμική προέρχεται από το Μικρό Βουνί. Ο Δημήτρης Μάτσας δημοσιεύει έναν κατάλογο και εικόνες με χαρακτηριστικά όστρακα της θέσης (Μάτσας, 1984, 79-82, 91-94). Η κεραμική διαθέτει ποικίλα διακοσμητικά θέματα και συμβάλλει στην ταύτιση της στρωματογραφίας του οικισμού. Χαρακτηριστικό είναι το τριποδικό αγγείο, κλειστού τύπου, με εμπίεστη και εγχάρακτη διακόσμηση, που χρονολογείται στο τέλος της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (τέλος 3ης χιλιετίας) και εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σαμοθράκης.
Τα ευρήματα της Μέσης Εποχής του Χαλκού (19ος-18ος αι.) είναι ιδιαίτερα σημαντικά. Πρόκειται για έγγραφα σε πηλό, μινωικής «formula», που αποτελούν πρωτοφανή ευρήματα σε τόσο πρώιμη εποχή (σε χρονολογημένο στρώμα στο δεύτερο μισό του 18ου αι. π.Χ.), τόσο μακριά από την Κρήτη (Μάτσας, 2010, 33-34). Έχουν βρεθεί επιγραφές σε Γραμμική Α Γραφή και σφραγίσματα με ιερογλυφικά/συλλαβογράμματα. Ανάμεσα σε αυτά απεικονίζονται ο διπλός πέλεκυς και η σουπιά, σύμβολα που συνδέονται με θρησκευτικές δραστηριότητες στον μινωικό πολιτισμό. Τα στοιχεία αυτά ταυτίζονται με διοικητικά έγγραφα και συνδέουν το νησί του βορειοδυτικού Αιγαίου με το δίκτυο των αιγαιακών σχέσεων και των εμπορικών ανταλλαγών. Το γεγονός ότι βρίσκονται κρητικού τύπου σύμβολα σε «έγγραφα» διοικητικά, δείχνει ότι το νησί του Βορείου Αιγαίου είχε εμπορικό ενδιαφέρον για την Κρήτη, κατά πάσα πιθανότητα για την προμήθεια μετάλλων. Εξάλλου, υπήρχε μεταλλουργική δραστηριότητα στο Μικρό Βουνί, η οποία μαρτυρείται από μια σχιστολιθική μήτρα για φυλλόσχημη λεπίδα εγχειριδίου καθώς και από χωνευτήρια.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει μια υπόθεση του ανασκαφέα Μάτσα σχετικά με την εμφάνιση των μινωικών μικροεγγράφων. Κατά τη γνώμη του, τα θρησκευτικά σύμβολα, προϋποθέτουν την ύπαρξη ενός συνολικά ή εν μέρει θρησκευτικού θεσμού στη θέση Μικρό Βουνί, ο οποίος θα ασκούσε και τον οικονομικό έλεγχο στην περιοχή. Αν και τα αρχαιολογικά στοιχεία δεν είναι επαρκή, ο Μάτσας θεωρεί πως αυτή η μορφή οικονομικής οργάνωσης είναι ανακτορικής προέλευσης (Μάτσας, 2010, 36).
Μινωική παρουσία εντοπίζεται και στο γειτονικό νησί της Λήμνου όπου, επίσης, η μεταλλουργία πιθανό να αποτελούσε πόλο έλξης για τον μινωικό κόσμο, και η αναζήτησή της αιτιολογεί την παρουσία μινωιτών ενισχύοντας τον θρύλο της «μινωικής θαλασσοκρατορίας» (Μπουλώτης, 2011, 18).
Το Μικρό Βουνί πρέπει, επίσης, να διατηρούσε εμπορικές σχέσεις με τα παράλια της Θράκης και της Τρωάδας, τα νησιά του Βορείου Αιγαίου και τις Κυκλάδες εκτός από την επιβεβαιωμένη σχέση με την Κρήτη. Υπάρχει η παράδοση ότι ο ιδρυτής της Τροίας Δάρδανος, είχε έρθει από τη Σαμοθράκη και είναι ίσως ενδεικτική του ρόλου που έπαιζε το νησί στις μετακινήσεις λαών στη ΝΑ Ευρώπη (Μάτσας, 1984, 36).
Η δημιουργία του οικισμού πρέπει να σχετίζεται και με τη γεωργική παραγωγή στην παραλιακή ζώνη του νησιού που περιλάμβανε την καλλιέργεια δημητριακών και οσπρίων, γνωστά από τη Νεολιθική Εποχή, και επιπλέον την καλλιέργεια της ελιάς και του σταφυλιού καθιστώντας την περιοχή δραστήρια οικονομικά. Το Σαμοθρακίτικο κατσίκι, γνωστό από αρχαίες πηγές, αποτελούσε βασικό μέρος της διατροφής των κατοίκων όπως μαρτυρούν τα κατάλοιπα οστών, αλλά και λόγο ανάπτυξης της εριουργίας, όπως φαίνεται από τα σφοντύλια (Μάτσας, 1984, 36). Επιπλέον, οι δασικές εκτάσεις του νησιού εξασφάλιζαν ξυλεία για την κατασκευή πλοίων. Ο Όμηρος, στη ραψωδία Ν, αναφέρει τη Σαμοθράκη «Σάμου ὑληέσσης Θρηϊκίης» (Ιλιάδα, Ν, 12-13). Επίσης, ο Όμηρος αναφέρει ότι από την κορυφή του νησιού, από όπου φαινόταν η Τροία, ο Ποσειδώνας παρακολουθούσε την εξέλιξη του Τρωικού Πολέμου (Ιλιάδα, Ν, 10-19).
Ο προϊστορικός οικισμός φαίνεται να εγκαταλείπεται στο τέλος της Μέσης Εποχής του Χαλκού, σε χρόνο που δεν είναι καθορισμένος με βεβαιότητα. Πιθανόν τα πρωτοαστικά κέντρα να διασπάστηκαν και οι κάτοικοι να απομακρύνθηκαν από τις παραλιακές ζώνες (Μάτσας, 1984, 36). Δύο θέσεις της Ύστερης Χαλκοκρατίας και της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου βρέθηκαν στη Σαμοθράκη, μία στους Καριώτες, ανατολικά της Παλιάπολης και μία στον Προφήτη Ηλία, στα νότια του νησιού. Ο καθηγητής Ανδριώτης αναφέρει ότι και τα Μεγαλιθικά μνημεία της θέσης «Γιαλόμαντρα», στο ΒΔ μέρος της Σαμοθράκης ανήκουν στην Εποχή του Σιδήρου (Μάτσας, 1984, 36). Το τελευταίο φύλο, πριν την αποίκιση των Αιολέων περίπου το 700 π.Χ., που κατοίκησε το νησί, πρέπει να ήταν το Θρακικό.
Φωτογραφίες του χώρου (Αύγουστος 2018)
________________________________________________________________________
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
Εργασία Φωτεινής Κλάγκου
ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
ΑΣΛΑΝΗΣ, 2010:
Ασλάνης Ι., 2010, «Γεωμορφολογία και Προϊστορική Κατοίκηση στη Θράκη» στο: Θράκη. Ιστορικές και Γεωγραφικές Προσεγγίσεις, Εθνικό Ίδρυνα Ερευνών σσ. 23-39.
ΑΛΜΠΑΝΑΚΗΣ, ΒΟΥΒΑΛΙΔΗΣ, ΣΥΡΙΔΗΣ, ΜΑΤΣΑΣ, 2005:
Αλμπανάκης Κ.1, Βουβαλίδης Κ.1, Συρίδης Γ.2, Μάτσας Δ.3, 2005, «Αναπαράσταση της παράκτιας Παλαιογεωγραφίας τα τελευταία 8000 χρόνια στην περιοχή του Προϊστορικού οικισμού “Μικρό Βουνί” νήσου Σαμοθράκης» στο: Δελτίο της Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρίας, τόμ. XXXVII, σσ. 51-61.
ΚΑΡΑΛΗ, 2013:
Καραλή Λ., 2013, Περιβαλλοντική Αρχαιολογία, 2η Έκδοση διορθωμένη, Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα.
ΚΑΡΑΛΗ, 2015:
Καραλή Λ., 2015, «Η Συμβολή της Γεωαρχαιολογίας στην Επιστήμη της Αρχαιολογίας» στο: Καραλή Λ., Φερεντίνος Γ. (επιμ.), Τετράδια Γεωαρχαιολογίας, Ολκός, Αθήνα, σσ. 17-35.
ΜΑΤΣΑΣ, 2005:
Μάτσας Δ., 2005, «Σαμοθράκη» στο: Βλαχόπουλος Α. (επιμ.), Αρχαιολογία-Νησιά του Αιγαίου, Μέλισσα, Αθήνα, σσ. 92-102.
ΜΑΤΣΑΣ, 1984:
Μάτσας Δ., 1984, «Μικρό Βουνί Σαμοθράκης: Μια προϊστορική κοινότητα σ΄ ένα νησιώτικο σύστημα του ΒΑ Αιγαίου» στο: Ανθρωπολογικά τ. 6, Βόλος-Θεσσαλονίκη, σσ. 73-94.
ΜΑΤΣΑΣ, 1984:
Μάτσας Δ., 1984, «Σαμοθράκη» στο: Αρχαιολογία τ. 13, Νοέμβριος 1984, Αθήνα, σσ. 35-43.
ΜΠΑΛΛΗ, 2015:
Μπαλλή Ρ., 2015, «Οι μεταβολές της στάθμης της θάλασσας στην Ανατολική Μεσόγειο κατά τα τελευταία 150.000 χρόνια και η επίδρασή τους στην ανθρώπινη μετακίνηση» στο: Καραλή Λ., Φερεντίνος Γ. (επιμ.), Τετράδια Γεωαρχαιολογίας, Ολκός, Αθήνα, σσ. 175-202.
ΜΠΟΥΛΩΤΗΣ, 2011:
Μπουλώτης Χ., 2011, «Ψήφος ημιτελής ή τι μας λέει ένα μικρό τέχνεργο από τον οικισμό της Χαλκοκρατίας στο Κουκονήσι της Λήμνου», στο: Ανάσκαμμα, τ. 5, σσ. 13-31.
ΣΥΡΙΔΗΣ, ΜΑΤΣΑΣ, ΑΛΜΠΑΝΑΚΗΣ, ΒΟΥΒΑΛΙΔΗΣ, ΤΣΟΥΡΛΟΣ, 2003:
Συρίδης Γ., Μάτσας Δ., Αλμπανάκης Κ., Βουβαλίδης Κ., Τσούρλος Π., 2003, «Γεωφυσική Έρευνα στον Προϊστορικό Οικισμό Μικρό Βουνί Σαμοθράκης» στο: Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και στη Θράκη, 17, σσ. 51-59.
ΣΥΡΙΔΗΣ, ΤΣΟΥΡΛΟΣ, ΒΟΥΒΑΛΙΔΗΣ, ΑΛΜΠΑΝΑΚΗΣ, 2005:
Συρίδης Γ., Τσούρλος Π., Βουβαλίδης Κ., Αλμπανάκης Κ., 2005, «Ολοκαινική στρωματογραφία και μορφολογική εξέλιξη του δυτικού χαμηλού τμήματος της νήσου Σαμοθράκης» στο: Δελτίο της Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρίας, τόμ. XXXVII, σσ. 38-50.
ΦΕΡΕΝΤΙΝΟΣ 2006:
Φερεντίνος Γ., 2006, Ιστορία των Ελλήνων Πρωτοϊστορία Προϊστορία, Δομή, Αθήνα,
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ, 1984:
Τριαντάφυλλος Δ., 1984, «Το ιστορικό της Αρχαιολογικής Έρευνας» στο: Αρχαιολογία τ. 13, Νοέμβριος 1984, Αθήνα, σσ. 8-9.
ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
MATSAS 2010:
Matsas D., 2010, “Problems in Island Archaeology: Towards an Archaeology of Religion on Samothrace” in: Palagia O. and Wescoat B. D. (eds), SAMOTHRACIAN CONNECTIONS Essays in honor of James R. McCredie, Oxford, UK.
RYAN and PITMAN, 1998:
Rayan W. and Pitman W., 1998, Noah's Flood, εκδ. Simon & Schuster, New York.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου